- τείρων
- ὁ, Αβλ. τίρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τείρων — τείρω oppress pres part act masc nom sg τείρων tiro masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειρώνων — τείρων tiro masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείρωνας — τείρων tiro masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείρωνες — τείρων tiro masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τείρωνος — τείρων tiro masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίρων — και τείρων, ωνος και τιρόνης, ὁ, Α νεοσύλλεκτος στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tiro, ōnis «νεοσύλλεκτος στρατιώτης»] … Dictionary of Greek
τειρωνολογώ — έω, Μ στρατολογώ, συγκεντρώνω νέους για το στράτευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τείρων, ωνος, άλλος τ. τού τίρων* + λογῶ*] … Dictionary of Greek